- αποσυγκεντρώνω
- αντί αποκεντρώνω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποσυγκεντρώνω — 1. κάνω αποκέντρωση 2. διαχωρίζω πρόσωπα ή πράγματα συγκεντρωμένα … Dictionary of Greek